Γράφει ο Χρήστος Τσιτσιριδάκης
“Σοκ στον καλλιτεχνικό χώρο από την είδηση του θανάτου του δημοφιλούς Έλληνα τραγουδοποιού Τζίμη Πανούση, ο οποίος έφυγε από τη ζωή το μεσημέρι του Σαββάτου 13/01. Μουσικός βρισκόταν στο σπίτι του, όταν υπέστη ανακοπή και μεταφέρθηκε εσπευσμένα με ασθενοφόρο στον Ερυθρό Σταυρό, όπου παρά τις προσπάθειες ανάνηψης, δεν κατέστη δυνατό να επανέλθει. Στις αρχές Δεκεμβρίου, ο Τζίμης Πανούσης είχε υποστεί και πάλι ανακοπή, όταν κατέρρευσε επί σκηνής στη διάρκεια παράστασης του στο «Κύτταρο», μετά από κρίση κολπικής μαρμαρυγής. Τότε είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο, όπου νοσηλεύτηκε για λίγες μέρες.”
Αυτά διαβάζεις σκόρπια στις ηλεκτρονικές και μη εφημερίδες. Αυτά λίγο πολύ ακούς στα σύντομα τηλεοπτικά αφιερώματα, στις δημοσιεύσεις οικείων ή όχι προσώπων στα μέσα μαζικής δικτύωσης. Αυτά περίπου διαβάζεις, και από πολλές δημοσιεύσεις, προσώπων που καρπώνονται ούτε λίγο ούτε πολύ, το τέλος του μεγάλου καλλιτέχνη για λίγα λεπτά δημοσιότητας, χύνοντας τώρα κροκοδείλια δάκρυα, στην θέση των δικαστικών αναμετρήσεων και του πολέμου που άνοιγαν κατά καιρούς με τον αντισυμβατικό Τζίμη Πανούση.
Όμως οι κλαυθμοί του υποφαινόμενου αρθρογράφου, δεν είναι διόλου κροκοδείλιοι, αλλά πηγάζουν από τον αμέριστο θαυμασμό και σεβασμό προς το πρόσωπο του εκλιπόντος. Το ερώτημα όμως που καλούμαι να απαντήσω δεν είναι ποίος στα αλήθεια ήταν ο Τζίμης Πανούσης, αλλά τι σήμαινε, για τον νέο του 21ου αιώνα που τον γνώρισε από τις σποραδικές του εμφανίσεις, τι σημαίνει άραγε για τον Έλληνα και όχι μόνο εν τέλει, καλλιτέχνη;
Μιας και η φήμη του, στο ευρύ κοινό επιβίωσε, όχι για την αρτίστική του ευαισθησία και την ευρύτερη καλλιτεχνική και πολιτισμική του προσφορά, αλλά για την σάτιρα του ας μιλήσουμε πρώτα για αυτήν. Ο Πανούσης άνοιξε τον δρόμο, όχι μόνο για την απελευθέρωση της γλώσσας και της σκέψης μέσω της σάτιρας , αλλά υπερασπίστηκε μέχρι τέλους το δικαίωμα του καλλιτέχνη να εκφράζεται, αναφερόμενος στα κακώς κείμενα της εποχής, θίγοντας ανοιχτά πρόσωπα και πράγματα όπως κανείς δεν τόλμησε, ή έχει ακόμα τολμήσει. Έδειξε μέσω της σάτιράς του λοιπόν, τον ανόητο καθωσπρεπισμό που διέπει τον άνθρωπο που ο Πανούσης χαρακτήριζε Νεοέλληνα.
Όμως δυστυχώς τέτοιες φιγούρες είναι αδύνατο να επιβιώσουν στον κόσμο μας, και μόνο χάρη στο αστείρευτο ταλέντο του, ο Πανούσης επιβίωσε στο μυαλό των πολλών, σαν κάτι που ποτέ δεν θέλησε να είναι, μία καρικατούρα διασκεδαστή, που φυσικά εν τέλει, φανερώνει το μέγεθος του σε αυτούς που μπορούν να τον ακούσουν. Αν και ποτέ η τέχνη του δεν ήταν ελιτίστικη, ο Πανούσης δεν είναι συχνά κατανοητός στα αυτιά των πολλών και η μουσική του ελάχιστα εκτιμημένη. Βέβαια κάθε άνθρωπος που τον παρακολούθησε, ένιωσε μέσα του κάτι αρκετά ισχυρό, είτε αυτό λέγεται, μίσος, αποστροφή, ντροπή, είτε αυτό λέγεται, θαυμασμός, συγκίνηση και αλήθεια γυμνή με κυνισμό και χιούμορ Αριστοφάνειο.
Για την μουσική του σταδιοδρομία, κυρίως τα παιδιά των 80s θυμούνται έναν καλλιτέχνη αντισυμβατικό όσο και η εποχή του, αναγνωρισμένο από μεγαθήρια της μουσικής, όπως τον Διονύση Σαββόπουλο, που ο Πανούσης συχνά κορόιδευε στις παραστάσεις του, αλλά και τον ίδιο τον τεράστιο Μάνο Χατζιδάκι.
Άρα εν κατακλείδι, τι άφησε ο Τζίμης Πανούσης πίσω του εκτός από δύο παιδιά και την γλυκιά ανάμνηση για όσους τον αγάπησαν; Μάλλον, άφησε την σιγουριά, ό,τι έγινε τέχνη ατόφια σε τούτο τον τόπο, τέχνη ακκομάτιστη που δεν εγκλωβίζεται σε ιδεολογίες, τέχνη που δεν πολώνει, τέχνη στο όνομα του ανθρώπου και ό,τι αυτό συνεπάγεται. Τέχνη στο όνομα της ίδιας της τέχνης, με συνέπεια, όραμα και αντίκτυπο. Να τι άφησε ο Τζίμης πίσω, εκτός από τον μύθο, των σπουδαίων παραστάσεων, των ταινιών και τον ανέκδοτων ιστοριών, να τι σημαίνει Τζίμης Πανούσης λοιπόν.